Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ποιηματογράφος
ποιηματοκόπος
ποιηρός
ποιησείω
ποίησις
ποιησιφάρμακον
ποιητέος
ποιητής
ποιητικεύομαι
ποιητικός
ποιητογράφος
ποιητοδιδάσκαλος
ποιητός
ποιήτρια
ποιητρόφος
ποιηφαγέω
ποικεφάλαιον
ποικιλάνιος
ποικιλείμων
ποικιλερυθρόμελας
ποικιλεύομαι
View word page
ποιητογράφος
ποιητο-γράφος
[ᾰ]
,
ὁ
,
A).
=
ποιητής
,
IGRom.
4.176
(Parium).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ποιητογράφος
Headword (normalized):
ποιητογράφος
Headword (normalized/stripped):
ποιητογραφος
IDX:
84244
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-84245
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ποιητο-γράφος</span> <span class="pron greek">[ᾰ]</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ποιητής</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IGRom.</span> 4.176 </span>(Parium).</div> </div><br><br>'}