Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ποιγράφω
ποιδέω
ποιέω
ποίη
ποιηβόρος
ποιήεις
ποίημα
ποιηματικός
ποιημάτιον
ποιηματογράφος
ποιηματοκόπος
ποιηρός
ποιησείω
ποίησις
ποιησιφάρμακον
ποιητέος
ποιητής
ποιητικεύομαι
ποιητικός
ποιητογράφος
ποιητοδιδάσκαλος
View word page
ποιηματοκόπος
ποι-ηματοκόπος,
A). gloss on μιξίαμβος , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ποιηματοκόπος
Headword (normalized):
ποιηματοκόπος
Headword (normalized/stripped):
ποιηματοκοπος
IDX:
84235
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-84236
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ποι-ηματοκόπος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">μιξίαμβος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}