Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πόθοδος
ποθόδωμα
ποθολκίς
ποθόρημι
πόθος
ποῖ
ποία
ποιάεις
ποιανθής
ποιάριον
ποιγράφω
ποιδέω
ποιέω
ποίη
ποιηβόρος
ποιήεις
ποίημα
ποιηματικός
ποιημάτιον
ποιηματογράφος
ποιηματοκόπος
View word page
ποιγράφω
ποιγράφω,
A). v. προσγράφω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ποιγράφω
Headword (normalized):
ποιγράφω
Headword (normalized/stripped):
ποιγραφω
IDX:
84225
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-84226
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ποιγράφω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">προσγράφω.</span> </div> </div><br><br>'}