Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνεπίπλαστος
ἀνεπίπλεκτος
ἀνεπίπληκτος
ἀνεπιπληξία
ἀνεπιπρόσθητος
ἀνεπίρρεκτος
ἀνεπιρρήτως
ἀνεπισήμαντος
ἀνεπισκεπτεί
ἀνεπίσκεπτος
ἀνεπίσκευος
ἀνεπισκεψία
ἀνεπισκίαστος
ἀνεπισκόπητος
ἀνεπίσκοπος
ἀνεπισκότητος
ἀνεπισταθμεία
ἀνεπιστάθμευτος
ἀνεπιστασία
ἀνεπιστάτητος
ἀνεπίστατος
View word page
ἀνεπίσκευος
ἀνεπί-σκευος, ον,
A). without equipment, IG 2.789b27 , al.


ShortDef

without equipment

Debugging

Headword:
ἀνεπίσκευος
Headword (normalized):
ἀνεπίσκευος
Headword (normalized/stripped):
ανεπισκευος
IDX:
8421
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-8422
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνεπί-σκευος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">without equipment,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">IG</span> 2.789b27 </span>, al.</div> </div><br><br>'}