Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ποθητός
ποθητύς
ποθήτωρ
πόθῐ
ποθίερος
ποθίζω
πόθικες
ποθίκω
ποθινός
ποθόβλητος
πόθοδος
ποθόδωμα
ποθολκίς
ποθόρημι
πόθος
ποῖ
ποία
ποιάεις
ποιανθής
ποιάριον
ποιγράφω
View word page
πόθοδος
πόθοδος,
A). v. πρόσοδος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πόθοδος
Headword (normalized):
πόθοδος
Headword (normalized/stripped):
ποθοδος
IDX:
84215
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-84216
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πόθοδος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πρόσοδος.</span> </div> </div><br><br>'}