Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ποηφάγος
ποθᾶκον
ποθεινοποιός
ποθεινός
πόθεν
ποθέρπω
ποθέσπερος
ποθέω
ποθή
πόθημα
ποθήνυτο
ποθήσιμος
πόθησις
ποθητικός
ποθητός
ποθητύς
ποθήτωρ
πόθῐ
ποθίερος
ποθίζω
πόθικες
View word page
ποθήνυτο
ποθήνυτο· προσήσθη, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ποθήνυτο
Headword (normalized):
ποθήνυτο
Headword (normalized/stripped):
ποθηνυτο
IDX:
84201
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-84202
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ποθήνυτο·</span> <span class="foreign greek">προσήσθη,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}