Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνεπινόητος
ἀνεπίξεστος
ἀνεπίπλαστος
ἀνεπίπλεκτος
ἀνεπίπληκτος
ἀνεπιπληξία
ἀνεπιπρόσθητος
ἀνεπίρρεκτος
ἀνεπιρρήτως
ἀνεπισήμαντος
ἀνεπισκεπτεί
ἀνεπίσκεπτος
ἀνεπίσκευος
ἀνεπισκεψία
ἀνεπισκίαστος
ἀνεπισκόπητος
ἀνεπίσκοπος
ἀνεπισκότητος
ἀνεπισταθμεία
ἀνεπιστάθμευτος
ἀνεπιστασία
View word page
ἀνεπισκεπτεί
ἀνεπι-σκεπτεί, Adv. of sq., Diog.Oen. 24 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνεπισκεπτεί
Headword (normalized):
ἀνεπισκεπτεί
Headword (normalized/stripped):
ανεπισκεπτει
IDX:
8419
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-8420
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνεπι-σκεπτεί</span>, Adv. of sq., <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg1321.tlg001:24" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg1321.tlg001:24/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Diog.Oen.</span> 24 </a>.</div><br><br>'}