Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ποηλογέω
Ποήσιος
ποηφαγέω
ποηφαγία
ποηφάγος
ποθᾶκον
ποθεινοποιός
ποθεινός
πόθεν
ποθέρπω
ποθέσπερος
ποθέω
ποθή
πόθημα
ποθήνυτο
ποθήσιμος
πόθησις
ποθητικός
ποθητός
ποθητύς
ποθήτωρ
View word page
ποθέσπερος
ποθέσπερος,
A). v. προσέσπερος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ποθέσπερος
Headword (normalized):
ποθέσπερος
Headword (normalized/stripped):
ποθεσπερος
IDX:
84197
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-84198
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ποθέσπερος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">προσέσπερος.</span> </div> </div><br><br>'}