Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ποέω
ποηλογέω
Ποήσιος
ποηφαγέω
ποηφαγία
ποηφάγος
ποθᾶκον
ποθεινοποιός
ποθεινός
πόθεν
ποθέρπω
ποθέσπερος
ποθέω
ποθή
πόθημα
ποθήνυτο
ποθήσιμος
πόθησις
ποθητικός
ποθητός
ποθητύς
View word page
ποθέρπω
ποθέρπω,
A). v. προσέρπω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ποθέρπω
Headword (normalized):
ποθέρπω
Headword (normalized/stripped):
ποθερπω
IDX:
84196
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-84197
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ποθέρπω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">προσέρπω.</span> </div> </div><br><br>'}