Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνεπιμώμητος
ἀνεπινοησία
ἀνεπινόητος
ἀνεπίξεστος
ἀνεπίπλαστος
ἀνεπίπλεκτος
ἀνεπίπληκτος
ἀνεπιπληξία
ἀνεπιπρόσθητος
ἀνεπίρρεκτος
ἀνεπιρρήτως
ἀνεπισήμαντος
ἀνεπισκεπτεί
ἀνεπίσκεπτος
ἀνεπίσκευος
ἀνεπισκεψία
ἀνεπισκίαστος
ἀνεπισκόπητος
ἀνεπίσκοπος
ἀνεπισκότητος
ἀνεπισταθμεία
View word page
ἀνεπιρρήτως
ἀνεπι-ρρήτως, Adv.
A). without demur or subterfuge, PAmh. 2.147.11 (iv/v A.D.).


ShortDef

without demur

Debugging

Headword:
ἀνεπιρρήτως
Headword (normalized):
ἀνεπιρρήτως
Headword (normalized/stripped):
ανεπιρρητως
IDX:
8417
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-8418
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνεπι-ρρήτως</span>, Adv. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">without demur</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">subterfuge,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PAmh.</span> 2.147.11 </span> (iv/v A.D.).</div> </div><br><br>'}