Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ποδόκοιλον
ποδοκρουστία
ποδοκτυπέω
ποδοκτύπη
ποδόμακτρον
ποδομερής
ποδονιπτήρ
ποδοπέδη
ποδορραγής
ποδόρρωρος
ποδὸς
ποδοστράβη
ποδοστρόφια
ποδότης
ποδοτρόχαλος
ποδοφύλαξ
ποδοχέω
ποδοψέλιον
ποδόψηστρον
ποδοψοφία
ποδοψόφιον
View word page
ποδὸς
ποδὸς ῥυτίς· τὸ τῶν ποδῶν ἕλκεσθαι, Hsch. (Fort. ποδορρυτί.)


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ποδὸς
Headword (normalized):
ποδὸς
Headword (normalized/stripped):
ποδος
IDX:
84164
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-84165
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ποδὸς ῥυτίς·</span> <span class="foreign greek">τὸ τῶν ποδῶν ἕλκεσθαι,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (Fort. <span class="foreign greek">ποδορρυτί.</span>)</div><br><br>'}