Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ποδοῖιν
ποδοκάκκη
ποδοκέφαλον
ποδοκοίλιον
ποδόκοιλον
ποδοκρουστία
ποδοκτυπέω
ποδοκτύπη
ποδόμακτρον
ποδομερής
ποδονιπτήρ
ποδοπέδη
ποδορραγής
ποδόρρωρος
ποδὸς
ποδοστράβη
ποδοστρόφια
ποδότης
ποδοτρόχαλος
ποδοφύλαξ
ποδοχέω
View word page
ποδονιπτήρ
ποδο-νιπτήρ, ποδό-νιπτρον,
A). v. ποδαν-.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ποδονιπτήρ
Headword (normalized):
ποδονιπτήρ
Headword (normalized/stripped):
ποδονιπτηρ
IDX:
84160
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-84161
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ποδο-νιπτήρ</span>, <span class="orth greek">ποδό-νιπτρον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ποδαν-.</span> </div> </div><br><br>'}