Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ποδίς
ποδίσκος
ποδισμός
ποδιστήρ
ποδιστί
ποδίστρα
ποδογλυφεῖον
ποδοῖιν
ποδοκάκκη
ποδοκέφαλον
ποδοκοίλιον
ποδόκοιλον
ποδοκρουστία
ποδοκτυπέω
ποδοκτύπη
ποδόμακτρον
ποδομερής
ποδονιπτήρ
ποδοπέδη
ποδορραγής
ποδόρρωρος
View word page
ποδοκοίλιον
ποδο-κοίλιον
,
τό
, written
-κύλιον,
dub. sens. in
Sammelb.
2253.16
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ποδοκοίλιον
Headword (normalized):
ποδοκοίλιον
Headword (normalized/stripped):
ποδοκοιλιον
IDX:
84153
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-84154
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ποδο-κοίλιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, written <span class="foreign greek">-κύλιον,</span> dub. sens. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Sammelb.</span> 2253.16 </span>.</div><br><br>'}