Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ποδίκρα
ποδίκροτος
πόδιον
ποδίς
ποδίσκος
ποδισμός
ποδιστήρ
ποδιστί
ποδίστρα
ποδογλυφεῖον
ποδοῖιν
ποδοκάκκη
ποδοκέφαλον
ποδοκοίλιον
ποδόκοιλον
ποδοκρουστία
ποδοκτυπέω
ποδοκτύπη
ποδόμακτρον
ποδομερής
ποδονιπτήρ
View word page
ποδοῖιν
ποδοῖιν, Ep. gen. and dat. dual for ποδοῖν.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ποδοῖιν
Headword (normalized):
ποδοῖιν
Headword (normalized/stripped):
ποδοιιν
IDX:
84150
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-84151
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ποδοῖιν</span>, Ep. gen. and dat. dual for <span class="foreign greek">ποδοῖν.</span> </div><br><br>'}