Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ποδίζω
πόδικε
ποδικός
ποδίκρα
ποδίκροτος
πόδιον
ποδίς
ποδίσκος
ποδισμός
ποδιστήρ
ποδιστί
ποδίστρα
ποδογλυφεῖον
ποδοῖιν
ποδοκάκκη
ποδοκέφαλον
ποδοκοίλιον
ποδόκοιλον
ποδοκρουστία
ποδοκτυπέω
ποδοκτύπη
View word page
ποδιστί
ποδ-ιστί, Adv. from ποδίζω, sine expl., An.Ox. 2.313 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ποδιστί
Headword (normalized):
ποδιστί
Headword (normalized/stripped):
ποδιστι
IDX:
84147
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-84148
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ποδ-ιστί</span>, Adv. from <span class="foreign greek">ποδίζω,</span> sine expl., <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">An.Ox.</span> 2.313 </span>.</div><br><br>'}