Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ποδηγός
ποδηνεκής
ποδήνεμος
ποδήρης
ποδία
ποδιάζειν
ποδιαῖος
ποδίζω
πόδικε
ποδικός
ποδίκρα
ποδίκροτος
πόδιον
ποδίς
ποδίσκος
ποδισμός
ποδιστήρ
ποδιστί
ποδίστρα
ποδογλυφεῖον
ποδοῖιν
View word page
ποδίκρα
ποδίκρα·
ὄρχησις πρὸς πόδα γινομένη
( Lacon.),
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ποδίκρα
Headword (normalized):
ποδίκρα
Headword (normalized/stripped):
ποδικρα
IDX:
84140
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-84141
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ποδίκρα·</span> <span class="foreign greek">ὄρχησις πρὸς πόδα γινομένη</span> ( Lacon.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}