Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ποδηγέω
ποδηγία
ποδηγός
ποδηνεκής
ποδήνεμος
ποδήρης
ποδία
ποδιάζειν
ποδιαῖος
ποδίζω
πόδικε
ποδικός
ποδίκρα
ποδίκροτος
πόδιον
ποδίς
ποδίσκος
ποδισμός
ποδιστήρ
ποδιστί
ποδίστρα
View word page
πόδικε
πόδικε·
πρόσριψον,
Hsch.
(cf.
δικεῖν
).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πόδικε
Headword (normalized):
πόδικε
Headword (normalized/stripped):
ποδικε
IDX:
84138
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-84139
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πόδικε·</span> <span class="foreign greek">πρόσριψον,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (cf. <span class="foreign greek">δικεῖν</span>).</div><br><br>'}