Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ποδεών
ποδηγετέω
ποδηγέτης
ποδηγέω
ποδηγία
ποδηγός
ποδηνεκής
ποδήνεμος
ποδήρης
ποδία
ποδιάζειν
ποδιαῖος
ποδίζω
πόδικε
ποδικός
ποδίκρα
ποδίκροτος
πόδιον
ποδίς
ποδίσκος
ποδισμός
View word page
ποδιάζειν
ποδ-ιάζειν·
τὸ ἐπὶ τὸ αὐτὸ ἀναστρέφειν καὶ ὑποστρέφειν,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ποδιάζειν
Headword (normalized):
ποδιάζειν
Headword (normalized/stripped):
ποδιαζειν
IDX:
84135
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-84136
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ποδ-ιάζειν·</span> <span class="foreign greek">τὸ ἐπὶ τὸ αὐτὸ ἀναστρέφειν καὶ ὑποστρέφειν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}