Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ποδανιπτηρίδιον
ποδάνιπτρον
ποδαπός
πόδαργος
ποδαρίζω
ποδάριον
ποδαρκής
πόδαυρος
ποδάων
ποδδατέομαι
ποδδέχομαι
ποδεῖον
ποδεκμαγεῖον
ποδένδυτος
ποδεών
ποδηγετέω
ποδηγέτης
ποδηγέω
ποδηγία
ποδηγός
ποδηνεκής
View word page
ποδδέχομαι
ποδ-δέχομαι or ποδ-δέκομαι, in aor. part., Dor. for προσδέχομαι, IG 5(1).653a9 (Sparta, ii A.D.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ποδδέχομαι
Headword (normalized):
ποδδέχομαι
Headword (normalized/stripped):
ποδδεχομαι
IDX:
84121
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-84122
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ποδ-δέχομαι</span> or <span class="orth greek">ποδ-δέκομαι</span>, in aor. part., Dor. for <span class="foreign greek">προσδέχομαι,</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 5(1).653a9 </span> (Sparta, ii A.D.).</div><br><br>'}