Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ποδαλγία
ποδαλγιάω
ποδαλγικός
ποδαλγός
ποδάνεμος
ποδανιπτήρ
ποδανιπτηρίδιον
ποδάνιπτρον
ποδαπός
πόδαργος
ποδαρίζω
ποδάριον
ποδαρκής
πόδαυρος
ποδάων
ποδδατέομαι
ποδδέχομαι
ποδεῖον
ποδεκμαγεῖον
ποδένδυτος
ποδεών
View word page
ποδαρίζω
ποδ-αρίζω,
A). v. πυδαρίζω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ποδαρίζω
Headword (normalized):
ποδαρίζω
Headword (normalized/stripped):
ποδαριζω
IDX:
84115
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-84116
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ποδ-αρίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πυδαρίζω.</span> </div> </div><br><br>'}