Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ποδαγρός
ποδάκνη
ποδαλγέω
ποδαλγής
ποδαλγία
ποδαλγιάω
ποδαλγικός
ποδαλγός
ποδάνεμος
ποδανιπτήρ
ποδανιπτηρίδιον
ποδάνιπτρον
ποδαπός
πόδαργος
ποδαρίζω
ποδάριον
ποδαρκής
πόδαυρος
ποδάων
ποδδατέομαι
ποδδέχομαι
View word page
ποδανιπτηρίδιον
ποδᾰ-νιπτηρίδιον, τό, Dim. of foreg., IG 22.1471.50 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ποδανιπτηρίδιον
Headword (normalized):
ποδανιπτηρίδιον
Headword (normalized/stripped):
ποδανιπτηριδιον
IDX:
84111
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-84112
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ποδᾰ-νιπτηρίδιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, Dim. of foreg., <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 22.1471.50 </span>.</div><br><br>'}