Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ποδαγριάω
ποδαγρικός
ποδαγρός
ποδάκνη
ποδαλγέω
ποδαλγής
ποδαλγία
ποδαλγιάω
ποδαλγικός
ποδαλγός
ποδάνεμος
ποδανιπτήρ
ποδανιπτηρίδιον
ποδάνιπτρον
ποδαπός
πόδαργος
ποδαρίζω
ποδάριον
ποδαρκής
πόδαυρος
ποδάων
View word page
ποδάνεμος
ποδάνεμος, ον,
A). v. ποδήνεμος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ποδάνεμος
Headword (normalized):
ποδάνεμος
Headword (normalized/stripped):
ποδανεμος
IDX:
84109
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-84110
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ποδάνεμος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ποδήνεμος.</span> </div> </div><br><br>'}