Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πνυτός
πόα
ποάζω
ποαλίς
ποάριον
ποασμός
ποάστρια
ποάστριον
ποδαβρός
ποδαγκώνιδας
ποδαγός
ποδάγρα
ποδαγράω
ποδαγριάω
ποδαγρικός
ποδαγρός
ποδάκνη
ποδαλγέω
ποδαλγής
ποδαλγία
ποδαλγιάω
View word page
ποδαγός
ποδᾱγός,
A). v. ποδηγός.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ποδαγός
Headword (normalized):
ποδαγός
Headword (normalized/stripped):
ποδαγος
IDX:
84096
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-84097
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ποδᾱγός</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ποδηγός.</span> </div> </div><br><br>'}