Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πνίξ
πνῖξις
Πνιστία
πνοή
πνοήπους
πνόος
πνύξ
πνυτός
πόα
ποάζω
ποαλίς
ποάριον
ποασμός
ποάστρια
ποάστριον
ποδαβρός
ποδαγκώνιδας
ποδαγός
ποδάγρα
ποδαγράω
ποδαγριάω
View word page
ποαλίς
πο-αλίς·
εἶδος πικρίδος,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ποαλίς
Headword (normalized):
ποαλίς
Headword (normalized/stripped):
ποαλις
IDX:
84089
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-84090
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πο-αλίς·</span> <span class="foreign greek">εἶδος πικρίδος,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}