Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πνευματοποιέω
πνευματοποιός
πνευματόρροος
πνευματοφορέομαι
πνευματοφόρος
πνευματόφως
πνευματόω
πνευματώδης
πνευμάτωσις
πνευματωτικός
πνευμόμφαλον
πνευμονία
πνευμονίας
πνευμονικός
πνευμόνιον
πνευμονίς
πνευμονώδης
πνευμόρρωξ
πνεύμων
πνεῦσις
πνευστιάω
View word page
πνευμόμφαλον
πνευμόμφαλον,
A). v. πνευματόμφαλος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πνευμόμφαλον
Headword (normalized):
πνευμόμφαλον
Headword (normalized/stripped):
πνευμομφαλον
IDX:
84049
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-84050
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πνευμόμφαλον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πνευματόμφαλος.</span> </div> </div><br><br>'}