Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πλώϊσις
πλώς
πλώσιμος
πλώσσειν
πλωτάρχης
πλωεύομαι
πλωήρ
πλωικός
πλωίς
πλωός
πλώω
πνείω
πνεῦμα
πνευματέμφορος
πνευματίας
πνευματιάω
πνευματίζω
πνευματικός
πνευμάτιον
πνευμάτιος
πνευματισμός
View word page
πλώω
πλώω, Ion. for πλέω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πλώω
Headword (normalized):
πλώω
Headword (normalized/stripped):
πλωω
IDX:
84025
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-84026
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πλώω</span>, Ion. for <span class="foreign greek">πλέω.</span> </div><br><br>'}