Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πλύτης
πλυτικός
πλυτός
πλωάς
πλωάδες
πλωΐζω
πλώιμος
πλώϊσις
πλώς
πλώσιμος
πλώσσειν
πλωτάρχης
πλωεύομαι
πλωήρ
πλωικός
πλωίς
πλωός
πλώω
πνείω
πνεῦμα
πνευματέμφορος
View word page
πλώσσειν
πλώσσειν· φθείρεσθαι, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πλώσσειν
Headword (normalized):
πλώσσειν
Headword (normalized/stripped):
πλωσσειν
IDX:
84018
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-84019
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πλώσσειν·</span> <span class="foreign greek">φθείρεσθαι,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}