Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πλυντήριος
πλυντηριών
πλύντης
πλυντικός
πλύντρια
πλυντρίς
πλύντρον
πλύνω
πλύσιμον
πλύσις
πλύσμα
πλυσμός
πλυτέον
πλυτήρ
πλύτης
πλυτικός
πλυτός
πλωάς
πλωάδες
πλωΐζω
πλώιμος
View word page
πλύσμα
πλύσμα,
A). v. πλύμα.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πλύσμα
Headword (normalized):
πλύσμα
Headword (normalized/stripped):
πλυσμα
IDX:
84004
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-84005
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πλύσμα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πλύμα.</span> </div> </div><br><br>'}