Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πλοκαρικός
πλοκάριος
πλοκάρισις
πλοκᾶτος
πλοκίον2
πλοῦς
πλουσιακός
πλουσιάω
πλουσιόδωρος
πλουσιομαχέω
πλούσιον
πλουσιόρους
πλούσιος
πλουσιοϋφής
πλουσιόχειρ
πλουσιόψυχος
πλουταγαθής
πλούταξ
Πλουτάρχειος
πλούταρχος
Πλουτεύς
View word page
πλούσιον
πλούσιον·
θαλασσιοειδές, οἱ δὲ τὸ ὕδωρ,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πλούσιον
Headword (normalized):
πλούσιον
Headword (normalized/stripped):
πλουσιον
IDX:
83954
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83955
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πλούσιον·</span> <span class="foreign greek">θαλασσιοειδές, οἱ δὲ τὸ ὕδωρ,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}