Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πλοκή
πλοκίζομαι
πλόκιμος
πλόκιον1
πλόκιος
πλόκος
πλόμενος
πλόμος
πλόος
πλός
πλουᾶται
πλουδοκέω
πλουθυγίεια
πλουμ
πλοκαρικός
πλοκάριος
πλοκάρισις
πλοκᾶτος
πλοκίον2
πλοῦς
πλουσιακός
View word page
πλουᾶται
πλουᾶται·
πλουθήσεται,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πλουᾶται
Headword (normalized):
πλουᾶται
Headword (normalized/stripped):
πλουαται
IDX:
83940
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83941
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πλουᾶται·</span> <span class="foreign greek">πλουθήσεται,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}