Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνεπίκαυτος
ἀνεπικέλευστος
ἀνεπικηρύκευτος
ἀνεπικινδύνως
ἀνεπικλήρωτος
ἀνεπίκλητος
ἀνεπίκλιτος
ἀνεπίκλυστος
ἀνεπικόητα
ἀνεπικοινώνητος
ἀνεπικόρριστος
ἀνεπικούρητος
ἀνεπίκριτος
ἀνεπίκρυπτος
ἀνεπικώλυτος
ἀνεπίλειπτος
ἀνεπίληπτος
ἀνεπίληστος
ἀνεπιλόγιστος
ἀνεπίλυτος
ἀνεπιμέλητος
View word page
ἀνεπικόρριστος
ἀνεπι-κόρριστος, ον,
A). not insulted, EM 103.35 , cf. Hsch.


ShortDef

not insulted

Debugging

Headword:
ἀνεπικόρριστος
Headword (normalized):
ἀνεπικόρριστος
Headword (normalized/stripped):
ανεπικορριστος
IDX:
8393
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-8394
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνεπι-κόρριστος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">not insulted,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">EM</span> 103.35 </span>, cf. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}