Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πλοητόκος
πλοιαρίδιον
πλοιάριον
πλοιαφέσια
πλοΐζω
πλοϊκός
πλοῖον
πλόκαμα
πλοκαμίς
πλόκαμος
πλοκαμώδεα
πλόκανον
πλοκάς
πλοκερός
πλοκεύς
πλοκή
πλοκίζομαι
πλόκιμος
πλόκιον1
πλόκιος
πλόκος
View word page
πλοκαμώδεα
πλοκᾰμ-ώδεα· τὸν οὖλον βόστρυχον, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πλοκαμώδεα
Headword (normalized):
πλοκαμώδεα
Headword (normalized/stripped):
πλοκαμωδεα
IDX:
83925
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83926
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πλοκᾰμ-ώδεα·</span> <span class="foreign greek">τὸν οὖλον βόστρυχον,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}