Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πλίσσομαι
πλιχάς
πλιχώδης
πλοητόκος
πλοιαρίδιον
πλοιάριον
πλοιαφέσια
πλοΐζω
πλοϊκός
πλοῖον
πλόκαμα
πλοκαμίς
πλόκαμος
πλοκαμώδεα
πλόκανον
πλοκάς
πλοκερός
πλοκεύς
πλοκή
πλοκίζομαι
πλόκιμος
View word page
πλόκαμα
πλόκαμα·
τὰ περιόστεα νεῦρα,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πλόκαμα
Headword (normalized):
πλόκαμα
Headword (normalized/stripped):
πλοκαμα
IDX:
83922
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83923
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πλόκαμα·</span> <span class="foreign greek">τὰ περιόστεα νεῦρα,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}