Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πλινθυφής
πλινθωτός
πλίξ
πλίσσομαι
πλιχάς
πλιχώδης
πλοητόκος
πλοιαρίδιον
πλοιάριον
πλοιαφέσια
πλοΐζω
πλοϊκός
πλοῖον
πλόκαμα
πλοκαμίς
πλόκαμος
πλοκαμώδεα
πλόκανον
πλοκάς
πλοκερός
πλοκεύς
View word page
πλοΐζω
πλοΐζω,
A). v. πλωΐζω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πλοΐζω
Headword (normalized):
πλοΐζω
Headword (normalized/stripped):
πλοιζω
IDX:
83919
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83920
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πλοΐζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πλωΐζω.</span> </div> </div><br><br>'}