πλίσσομαι
πλίσσομαι, aor. 1 ἐπλιξάμην (ἀπ-) Ach. 218 : pf. πέπλιγμαι (δια-) :— 58
A). cross the legs, as in trotting, εὖ μὲν τρώχων, εὖ δὲ πλίσσοντο πόδεσσιν well they galloped, well they trotted, :— Act., 6.318 ἵνα πλίσσωσιν ὁμαρτῇ cj. in Dian. 243 ; cf. πλίξαντα· διαναβάντα καὶ ἀναστάντα καὶ διαβάντα, ( πλήξ-cod.).