Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πλινθόομαι
πλινθοποιέω
πλινθοποιία
πλινθοποιός
πλινθοπωλική
πλίνθος
πλινθουλκέω
πλινθουλκία
πλινθούλκιον
πλινθουλκός
πλινθουργεῖον
πλινθουργέω
πλινθουργία
πλινθούργιον
πλινθουργός
πλινθοφορέω
πλινθόφορος
πλινθυφής
πλινθωτός
πλίξ
πλίσσομαι
View word page
πλινθουργεῖον
πλινθουργ-εῖον, τό,
A). brickworks, EM 677.27 .


ShortDef

brickworks

Debugging

Headword:
πλινθουργεῖον
Headword (normalized):
πλινθουργεῖον
Headword (normalized/stripped):
πλινθουργειον
IDX:
83902
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83903
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πλινθουργ-εῖον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">brickworks,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">EM</span> 677.27 </span>.</div> </div><br><br>'}