Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πλινθοβόλος
πλινθοειδής
πλινθόομαι
πλινθοποιέω
πλινθοποιία
πλινθοποιός
πλινθοπωλική
πλίνθος
πλινθουλκέω
πλινθουλκία
πλινθούλκιον
πλινθουλκός
πλινθουργεῖον
πλινθουργέω
πλινθουργία
πλινθούργιον
πλινθουργός
πλινθοφορέω
πλινθόφορος
πλινθυφής
πλινθωτός
View word page
πλινθούλκιον
πλινθούλκ-ιον, τό,
A). brickworks, SIG 633.82 (Milet., ii B.C.).


ShortDef

brickworks

Debugging

Headword:
πλινθούλκιον
Headword (normalized):
πλινθούλκιον
Headword (normalized/stripped):
πλινθουλκιον
IDX:
83900
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83901
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πλινθούλκ-ιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">brickworks</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">SIG</span> 633.82 </span> (Milet., ii B.C.).</div> </div><br><br>'}