Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πλινθῖτις
πλινθοβάψ
πλινθοβολέω
πλινθοβολία
πλινθοβόλος
πλινθοειδής
πλινθόομαι
πλινθοποιέω
πλινθοποιία
πλινθοποιός
πλινθοπωλική
πλίνθος
πλινθουλκέω
πλινθουλκία
πλινθούλκιον
πλινθουλκός
πλινθουργεῖον
πλινθουργέω
πλινθουργία
πλινθούργιον
πλινθουργός
View word page
πλινθοπωλική
πλινθο-πωλική
,
ἡ
,
A).
right of selling bricks,
PFay.
36.10
(ii A. D.).
ShortDef
right of selling bricks
Debugging
Headword:
πλινθοπωλική
Headword (normalized):
πλινθοπωλική
Headword (normalized/stripped):
πλινθοπωλικη
IDX:
83896
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83897
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πλινθο-πωλική</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">right of selling bricks,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PFay.</span> 36.10 </span> (ii A. D.).</div> </div><br><br>'}