Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πλινθίς
πλινθῖτις
πλινθοβάψ
πλινθοβολέω
πλινθοβολία
πλινθοβόλος
πλινθοειδής
πλινθόομαι
πλινθοποιέω
πλινθοποιία
πλινθοποιός
πλινθοπωλική
πλίνθος
πλινθουλκέω
πλινθουλκία
πλινθούλκιον
πλινθουλκός
πλινθουργεῖον
πλινθουργέω
πλινθουργία
πλινθούργιον
View word page
πλινθοποιός
πλινθο-ποιός, ,
A). brickmaker, Gloss.


ShortDef

brickmaker

Debugging

Headword:
πλινθοποιός
Headword (normalized):
πλινθοποιός
Headword (normalized/stripped):
πλινθοποιος
IDX:
83895
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83896
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πλινθο-ποιός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">brickmaker,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}