Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πλινθικός
πλίνθινος
πλινθίον
πλινθίς
πλινθῖτις
πλινθοβάψ
πλινθοβολέω
πλινθοβολία
πλινθοβόλος
πλινθοειδής
πλινθόομαι
πλινθοποιέω
πλινθοποιία
πλινθοποιός
πλινθοπωλική
πλίνθος
πλινθουλκέω
πλινθουλκία
πλινθούλκιον
πλινθουλκός
πλινθουργεῖον
View word page
πλινθόομαι
πλινθό-ομαι, Med.,
A). build as with bricks, χρυσῷ .. ἐπλινθώσασθε μέλαθρον AP 9.423 (Bianor).


ShortDef

build as with bricks

Debugging

Headword:
πλινθόομαι
Headword (normalized):
πλινθόομαι
Headword (normalized/stripped):
πλινθοομαι
IDX:
83892
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83893
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πλινθό-ομαι</span>, Med., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">build as with bricks,</span> <span class="quote greek">χρυσῷ .. ἐπλινθώσασθε μέλαθρον</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 9.423 </span> (Bianor).</div> </div><br><br>'}