Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πλινθίδιον
πλινθικός
πλίνθινος
πλινθίον
πλινθίς
πλινθῖτις
πλινθοβάψ
πλινθοβολέω
πλινθοβολία
πλινθοβόλος
πλινθοειδής
πλινθόομαι
πλινθοποιέω
πλινθοποιία
πλινθοποιός
πλινθοπωλική
πλίνθος
πλινθουλκέω
πλινθουλκία
πλινθούλκιον
πλινθουλκός
View word page
πλινθοειδής
πλινθο-ειδής, ές,
A). brick-like, Phot. s.v. παλάσια.


ShortDef

brick-like

Debugging

Headword:
πλινθοειδής
Headword (normalized):
πλινθοειδής
Headword (normalized/stripped):
πλινθοειδης
IDX:
83891
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83892
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πλινθο-ειδής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">brick-like,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phot.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">παλάσια.</span> </div> </div><br><br>'}