Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πλινθιακός
πλινθίδιον
πλινθικός
πλίνθινος
πλινθίον
πλινθίς
πλινθῖτις
πλινθοβάψ
πλινθοβολέω
πλινθοβολία
πλινθοβόλος
πλινθοειδής
πλινθόομαι
πλινθοποιέω
πλινθοποιία
πλινθοποιός
πλινθοπωλική
πλίνθος
πλινθουλκέω
πλινθουλκία
πλινθούλκιον
View word page
πλινθοβόλος
πλινθο-βόλος
,
ὁ
,
A).
bricklayer,
Edict.Diocl.
7.16
.
ShortDef
bricklayer
Debugging
Headword:
πλινθοβόλος
Headword (normalized):
πλινθοβόλος
Headword (normalized/stripped):
πλινθοβολος
IDX:
83890
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83891
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πλινθο-βόλος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">bricklayer,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Edict.Diocl.</span> 7.16 </span>.</div> </div><br><br>'}