Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πλινθήϊον
πλινθιακός
πλινθίδιον
πλινθικός
πλίνθινος
πλινθίον
πλινθίς
πλινθῖτις
πλινθοβάψ
πλινθοβολέω
πλινθοβολία
πλινθοβόλος
πλινθοειδής
πλινθόομαι
πλινθοποιέω
πλινθοποιία
πλινθοποιός
πλινθοπωλική
πλίνθος
πλινθουλκέω
πλινθουλκία
View word page
πλινθοβολία
πλινθο-βολία
,
ἡ
,
A).
bricklaying,
ib.
42(1).115.17
,
21
(Epid., iv/iii B. C.).
ShortDef
bricklaying
Debugging
Headword:
πλινθοβολία
Headword (normalized):
πλινθοβολία
Headword (normalized/stripped):
πλινθοβολια
IDX:
83889
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83890
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πλινθο-βολία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">bricklaying,</span> ib.<span class="bibl"> 42(1).115.17 </span>,<span class="bibl"> 21 </span> (Epid., iv/iii B. C.).</div> </div><br><br>'}