Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πλινθηδόν
πλινθήϊον
πλινθιακός
πλινθίδιον
πλινθικός
πλίνθινος
πλινθίον
πλινθίς
πλινθῖτις
πλινθοβάψ
πλινθοβολέω
πλινθοβολία
πλινθοβόλος
πλινθοειδής
πλινθόομαι
πλινθοποιέω
πλινθοποιία
πλινθοποιός
πλινθοπωλική
πλίνθος
πλινθουλκέω
View word page
πλινθοβολέω
πλινθο-βολέω,
A). build of brick, IG 22.1672.26 .


ShortDef

build of brick

Debugging

Headword:
πλινθοβολέω
Headword (normalized):
πλινθοβολέω
Headword (normalized/stripped):
πλινθοβολεω
IDX:
83888
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83889
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πλινθο-βολέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">build of brick,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">IG</span> 22.1672.26 </span>.</div> </div><br><br>'}