Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πλινθηγέω
πλινθηδόν
πλινθήϊον
πλινθιακός
πλινθίδιον
πλινθικός
πλίνθινος
πλινθίον
πλινθίς
πλινθῖτις
πλινθοβάψ
πλινθοβολέω
πλινθοβολία
πλινθοβόλος
πλινθοειδής
πλινθόομαι
πλινθοποιέω
πλινθοποιία
πλινθοποιός
πλινθοπωλική
πλίνθος
View word page
πλινθοβάψ
πλινθο-βάψ, , ,
A). brickmaker, Hdn.Gr. 1.246 .


ShortDef

brickmaker

Debugging

Headword:
πλινθοβάψ
Headword (normalized):
πλινθοβάψ
Headword (normalized/stripped):
πλινθοβαψ
IDX:
83887
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83888
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πλινθο-βάψ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">brickmaker,</span> Hdn.Gr.<span class="bibl"> 1.246 </span>.</div> </div><br><br>'}