Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πλινθεύω
πλινθηγέω
πλινθηδόν
πλινθήϊον
πλινθιακός
πλινθίδιον
πλινθικός
πλίνθινος
πλινθίον
πλινθίς
πλινθῖτις
πλινθοβάψ
πλινθοβολέω
πλινθοβολία
πλινθοβόλος
πλινθοειδής
πλινθόομαι
πλινθοποιέω
πλινθοποιία
πλινθοποιός
πλινθοπωλική
View word page
πλινθῖτις
πλινθ-ῖτις, ιδος, , a kind of στυπτηρία, Gal. 12.237 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πλινθῖτις
Headword (normalized):
πλινθῖτις
Headword (normalized/stripped):
πλινθιτις
IDX:
83886
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83887
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πλινθ-ῖτις</span>, <span class="itype greek">ιδος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, a kind of <span class="foreign greek">στυπτηρία,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 12.237 </span>.</div><br><br>'}