Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνεπιζήτητος
ἀνεπίθετος
ἀνεπιθεώρητος
ἀνεπιθόλωτος
ἀνεπιθύμητος
ἀνεπικαλύπτως
ἀνεπίκαυτος
ἀνεπικέλευστος
ἀνεπικηρύκευτος
ἀνεπικινδύνως
ἀνεπικλήρωτος
ἀνεπίκλητος
ἀνεπίκλιτος
ἀνεπίκλυστος
ἀνεπικόητα
ἀνεπικοινώνητος
ἀνεπικόρριστος
ἀνεπικούρητος
ἀνεπίκριτος
ἀνεπίκρυπτος
ἀνεπικώλυτος
View word page
ἀνεπικλήρωτος
ἀνεπι-κλήρωτος, ον,
A). not assigned by lot, IG 2.789a28 ,al.


ShortDef

not assigned by lot

Debugging

Headword:
ἀνεπικλήρωτος
Headword (normalized):
ἀνεπικλήρωτος
Headword (normalized/stripped):
ανεπικληρωτος
IDX:
8387
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-8388
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνεπι-κλήρωτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">not assigned by lot,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">IG</span> 2.789a28 </span>,al.</div> </div><br><br>'}