Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνεπιζητησία
ἀνεπιζήτητος
ἀνεπίθετος
ἀνεπιθεώρητος
ἀνεπιθόλωτος
ἀνεπιθύμητος
ἀνεπικαλύπτως
ἀνεπίκαυτος
ἀνεπικέλευστος
ἀνεπικηρύκευτος
ἀνεπικινδύνως
ἀνεπικλήρωτος
ἀνεπίκλητος
ἀνεπίκλιτος
ἀνεπίκλυστος
ἀνεπικόητα
ἀνεπικοινώνητος
ἀνεπικόρριστος
ἀνεπικούρητος
ἀνεπίκριτος
ἀνεπίκρυπτος
View word page
ἀνεπικινδύνως
ἀνεπι-κινδύνως [ῡ], Adv.
A). without danger, ib. 5.3 .


ShortDef

without danger

Debugging

Headword:
ἀνεπικινδύνως
Headword (normalized):
ἀνεπικινδύνως
Headword (normalized/stripped):
ανεπικινδυνως
IDX:
8386
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-8387
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνεπι-κινδύνως</span> <span class="foreign greek">[ῡ</span>], Adv. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">without danger,</span> ib.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4029.tlg003:5:3" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4029.tlg003:5.3/canonical-url/"> 5.3 </a>.</div> </div><br><br>'}