Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πλησιφωτέω
πλησίφωτος
πλῆσμα
πλήσμη
πλήσμιος
πλησμονή
πλησμονικός
πλησμονώδης
πλήσσω
πληστεύομαι
πλήστιγξ
πλήτης
πλήτομον
πλήων
πλίγμα
πλίκιον
πλινθάριον
πλινθεία
πλινθεῖον
πλίνθευμα
πλίνθευσις
View word page
πλήστιγξ
πλήστιγξ, Ion. for πλάστιγξ.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πλήστιγξ
Headword (normalized):
πλήστιγξ
Headword (normalized/stripped):
πληστιγξ
IDX:
83864
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83865
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πλήστιγξ</span>, Ion. for <span class="foreign greek">πλάστιγξ.</span> </div><br><br>'}