Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πλησιαίτερος
πλησίαλος
πλησίασις
πλησίασμα
πλησιασμός
πλησιαστής
πλησιαστός
πλησίγναθος
πλησιέστερος
πλησίμοχθος
πλησίνη
πλησιοθάλαττος
πλησίοικος
πλησίος
πλησιότης
πλησιόχωρος
πλησισέληνος
πλησίστιος
πλησιφάεις
πλησιφαής
πλησιφωτέω
View word page
πλησίνη
πλησίνη
,
ἡ
, dub. sens. in
PFay.
348
(ii/iii A. D.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πλησίνη
Headword (normalized):
πλησίνη
Headword (normalized/stripped):
πλησινη
IDX:
83844
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83845
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πλησίνη</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, dub. sens. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PFay.</span> 348 </span> (ii/iii A. D.).</div><br><br>'}